- πρακτά
- πρακτόςthings to be doneneut nom/voc/acc plπρακτά̱ , πρακτόςthings to be donefem nom/voc/acc dualπρακτά̱ , πρακτόςthings to be donefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πράκτα — πράκτᾱ , πράκτης treacherous person masc nom/voc/acc dual πράκτης treacherous person masc voc sg πράκτᾱ , πράκτης treacherous person masc gen sg (doric aeolic) πράκτης treacherous person masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτας — πράκτᾱς , πράκτης treacherous person masc acc pl πράκτᾱς , πράκτης treacherous person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… … Dictionary of Greek